- αμαστόρευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε φτιάχτηκε μαστορικά, με τέχνη: Κοίταξε την πόρτα που 'χαν φέρει και κατάλαβε ότι ήταν αμαστόρευτη δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.